-
1 τορνεύω
τορνεύω, 1) drehen, drechseln, mit dem Dreheisen abrunden; übrtr. vom künstelnden Dichter, Ar. Thesm. 54; καὶ λεπτουργεῖν, Plut. Aemil. Paul. 37. – 2) übh. zirkelrund machen, Plat. Critia. 113 d; auch med., διὸ καὶ σφαιροειδὲς αὐτὸ ἐτορνευσατο, Tim. 35 b, rings abzirkeln. – Vgl. τορεύω.
См. также в других словарях:
λεπτουργώ — (AM λεπτουργῶ, έω) [λεπτουργός] 1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα 2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ… … Dictionary of Greek
τορεύω — ΝΑ 1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ. β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.) 2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματα … Dictionary of Greek